οιακιστής

οιακιστής
οιακοστρόφος ο рулевой

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "οιακιστής" в других словарях:

  • οἰακιστής — steersman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οιακιστής — ο (Α οἰακιστής) [οιακίζω] αυτός που είναι επιφορτισμένος με τον χειρισμό τού οίακα τού πλοίου, πηδαλιούχος, τιμονιέρης νεοελλ. (ειδικά) αυτός που ανήκει σε ειδικό κλάδο τής ναυτικής υπηρεσίας η οποία έχει ως καθήκον τη συντήρηση και τον χειρισμό… …   Dictionary of Greek

  • οιακονόμος — ο (Α οἰακονόμος) νεοελλ. ναυτ. αξιωματικός ή υπαξιωματικός προϊστάμενος τών οιακιστών ενός σκάφους αρχ. 1. πηδαλιούχος, οίακιστής 2. (κατ επέκτ.) διοικητής, κυβερνήτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴαξ, ακος «πηδάλιο» + νόμος*] …   Dictionary of Greek

  • πρυμνήτης — ο, ΝΑ νεοελλ. 1. ναυτ. ναύτης τού πολεμικού ναυτικού που έχει υπηρεσία στην πλευρά τής πρύμνης 2. ως επίθ. (για άνεμο) αυτός που πνέει από το μέρος τής πρύμνης, ο ούριος αρχ. 1. κυβερνήτης ή πηδαλιούχος, τού οποίου η θέση ήταν στην πρύμνη, ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»